συνολικώς

συνολικώς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνολικώς" в других словарях:

  • ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη …   Dictionary of Greek

  • ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς …   Dictionary of Greek

  • συνολικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, ολικός, ολόκληρος («η συνολική του αξία είναι πολύ μεγάλη»). επίρρ... συνολικώς και συνολικά Ν ολικώς, γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνολο + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν… …   Dictionary of Greek

  • αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»