συνολικώς
Смотреть что такое "συνολικώς" в других словарях:
ολοσχέρεια — ὁλοσχέρεια, ἡ (Α) [ολοσχερής] 1. γενική εποπτεία, επισκόπηση ή γενικός, κεφαλαιώδης υπολογισμός 2. στερεότητα 3. φρ. «καθ ὁλοσχέρειαν» α) σε γενικές γραμμές β) στο σύνολο, συνολικώς, όχι κατά μέρη … Dictionary of Greek
ουλομελίη — οὐλομελίη, ἡ (Α) 1. η ολομέλια*, η αρτιμέλεια, η ολότητα τών μελών και, κατ επέκτ., η γενική φύση ενός πράγματος 2. (η δοτ. ως επίρρ.) οὐλομελίῃ (κατά τον Ησύχ.) «καθόλου, συλλήβδην» 3. φρ. «κατὰ οὐλομελίην» γενικώς, συνολικώς … Dictionary of Greek
συνολικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, ολικός, ολόκληρος («η συνολική του αξία είναι πολύ μεγάλη»). επίρρ... συνολικώς και συνολικά Ν ολικώς, γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνολο + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν… … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek